- δυσπρόσιο
- Τρισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Dy· ανήκει στην ομάδα των σπάνιων γαιών (λανθανίδες) και έχει ατομικό αριθμό 66. Είναι γνωστά έξι ισότοπά του.
Το δ. ανακαλύφθηκε το 1886 από τον Γάλλο χημικό Πολ Εμίλ Λεκόκ ντε Μπουασμποντράν (1838-1912), αλλά απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1906. Οι πρώτες βιομηχανικές μέθοδοι για την παρασκευή του αναφέρονται από το 1940 και βασίστηκαν στον εμπλουτισμό με την κλασματική κρυστάλλωση. Οι πιο γνωστές ενώσεις του δ. είναι το οξείδιο που εμφανίζεται με τη μορφή λεπτής, λευκής σκόνης και το χλωριούχο παράγωγο που κρυσταλλώνεται σε κίτρινους κρυστάλλους. Το στοιχείο αυτό παρασκευάζεται με θερμοαναγωγή του άνυδρου χλωριούχου παραγώγου του με αλκάλια. Τα άλατά του, ιδιαίτερα το οξείδιό του, είναι ισχυρά παραμαγνητικά. Το μεταλλικό δ. είναι σιδηρομαγνητικό και υπεραγώγιμο σε χαμηλές θερμοκρασίες (χαμηλότερες των -130°C).
Χρησιμοποιείται, μαζί με τα άλλα μέταλλα της ομάδας των σπάνιων γαιών, στην υαλουργία, για την κατασκευή φακών για γυαλιά ηλίου, επειδή έχει την ιδιότητα να απορροφά τις υπεριώδεις ακτίνες. Χρησιμοποιείται, εξάλλου, ως καταλύτης και στην κατασκευή ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Το δ. συμπεριλαμβάνεται και στους βομβαρδισμούς ελέγχου των αντιδραστήρων, επειδή έχει την ικανότητα να επιβραδύνει τα νετρόνια.
To δ. περιέχεται σε πολλά ορυκτά και κυρίως στον μοναζίτη, στον γαδολινίτη και στον ευξενίτη, ο εμπλουτισμός των οποίων γίνεται σήμερα με εναλλαγή ιόντων.
* * *τομεταλλικό στοιχείο τής ομάδας τών σπάνιων γαιών το οποίο υπάρχει μαζί με το ορυκτό υδροξείδιο τού ολμίου.
Dictionary of Greek. 2013.